ελαίαγνος

ελαίαγνος
Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των δικοτυλήδονων ελαιαγνιδών. Λέγεται και μοσχοϊτιά. Οι νεαροί βλαστοί του έχουν ασημόγκριζο χρώμα, ενώ ο κορμός και οι βραχίονες καστανό. Το ύψος της κόμης φτάνει τα 4-8 μ. Έχει επιμήκη φύλλα, που είναι πρασινωπά από πάνω και ασημόγκριζα από κάτω. Τα άνθη του (κατά τον Ιούνιο) είναι μικρά, εύοσμα, τέλεια ή πολύγαμα, ασημόχρωμα από έξω και κίτρινα από μέσα. Ο καρπός του ε. είναι εδώδιμη ωοειδής δρύπη, κιτρινωπή ή κοκκινωπή. Γενικά, οι καρποί του είναι γνωστοί ως χουρμάδες της Τραπεζούντας και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ποτών. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα, παραφυάδες και σπέρματα. Είναι δέντρο που παρουσιάζει ενδιαφέρον από καλλωπιστική άποψη, για το ωραίο ασημόχρωμο φύλλωμά του και τα εύοσμα άνθη του. Χρησιμοποιείται σε δενδροστοιχίες, ιδιαίτερα σε παραθαλάσσιες περιοχές, γιατί αντέχει στις αμμουδερές, υφάλμυρες παραλίες και στους θαλάσσιους ανέμους. Η μοσχοϊτιά, γνωστή και ως τζιτζιφιά, είναι το μόνο από τα 40 είδη του γένους ε. που συναντάται ως αυτοφυές στην Ελλάδα. Σπουδαιότερα από τα άλλα είδη που καλλιεργούνται για τους φαγώσιμους καρπούς τους είναι ο ε. ο πολυανθής, φυτό της Κίνας και της Ιαπωνίας όπου καλλιεργείται με την ονομασία γκούμι, ο ε. ο αργυρόχρους, θάμνος της Βόρειας Αμερικής, και ο ε. ο οξύς, φυτό της Ιαπωνίας.
* * *
η
μικρό αειθαλές δέντρο με ερμαφρόδιτα κίτρινα άνθη, το οποίο φύεται σε υγρά αμμώδη εδάφη και ανήκει στην οικογένεια τών ελαιαγνιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • eleagnáceo — ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas angiospermas dicotiledóneas, arbóreas o arbustivas, de hojas alternas u opuestas, flores solitarias y a veces en espiga o en racimo, y fruto en drupa. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοϊτιά — και μοσκοϊτιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού μικρού δένδρου Elaeagnus angustifolius τού γένους ελαίαγνος …   Dictionary of Greek

  • τζιτζιφιά — Φυτό της οικογένειας των ραμνιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται μάλλον από την Κίνα, αλλά εγκλιματίστηκε στις θερμότερες ζώνες της νότιας Ευρώπης· στην Ελλάδα συναντάται ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο ύψους 3 5 μ.· οι καρποί… …   Dictionary of Greek

  • eleagnáceo — eleagnáceo, a (Del gr. ἐλαίαγνος, sauzgatillo). 1. adj. Bot. Se dice de los árboles o arbustos angiospermos dicotiledóneos con ramos a veces espinosos, hojas alternas u opuestas, enteras o dentadas, cubiertas de escamas a manera de escuditos,… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”